- διαγριαίνω
- διαγριαίνω (Α) [αγριαίνω]αγριεύω, εξοργίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγριαινόμενον — διαγριαίνω pres part mp masc acc sg διαγριαίνω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαινούσης — διαγριαίνω pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαινόμενα — διαγριαίνω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαίνειν — διαγριαίνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαίνεσθαι — διαγριαίνω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαίνεται — διαγριαίνω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)